- μίλαξ
- (I)μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)(αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*.————————(II)μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἡλικίαἔνιοι δὲ μέλλαξκαὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωροςἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».[ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «νεαρός άνδρας» (πρβλ. μέλλαξ) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. μεῖραξ και μέλλαξ. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταφορική χρήση τού τ. σμῖλαξ «είδος φυτού». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. μιλ(λ)ός «βραδύς, χαύνος» (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μίλ[λ]αξ), άποψη ελάχιστα πιθανή, λόγω τής σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].
Dictionary of Greek. 2013.